- θυμοξάλμη
- θῠμ-οξ-άλμη, ἡ,A drink of thyme, vinegar, and brine, Dsc.5.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμοξάλμη — θυμοξάλμη, ἡ (Α) ποτό από θυμάρι, ξίδι και άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + όξος + άλμη] … Dictionary of Greek
θυμοξάλμῃ — θυμοξάλμη drink of thyme fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… … Dictionary of Greek